- επιδιορθωτικός
- η , ό[ν] ремонтный, починочный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επιδιορθωτικός — ή, ό (AM ἐπιδιορθωτικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή χρησιμεύει στην επιδιόρθωση νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα επιδιορθωτικά αμοιβή ή δαπάνη για επιδιόρθωση … Dictionary of Greek
επιδιορθωτικός — ή, ό 1. που ανήκει η αναφέρεται στην επιδιόρθωση, που συντελεί σ’ αυτή. 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., επιδιορθωτικά η αμοιβή ή η δαπάνη για την επιδιόρθωση, τα μαστορικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιδιορθωτικόν — ἐπιδιορθωτικός corrective masc acc sg ἐπιδιορθωτικός corrective neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδιορθωτικήν — ἐπιδιορθωτικός corrective fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδιορθωτικῶς — ἐπιδιορθωτικός corrective adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)